- λαχούρι
- το тонкая парча
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαχούρι — το 1. είδος λεπτού μεταξωτού αργυροχρυσοκέντητου υφάσματος 2. συνεκδ. το χαρακτηριστικό σχέδιο το οποίο υπάρχει στην ύφανση τού υφάσματος αυτού 3. σάλι ή πέπλο γυναικών κατασκευασμένο με τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lahuri < κύριο όν.… … Dictionary of Greek
λαχούρι — το ιού 1. λεπτό μεταξωτό ύφασμα που πήρε την ονομασία του από την πόλη Λαχόρη της Ινδίας. 2. χαρακτηριστικό μοτίβο πάνω σε ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)